Για ένα... όνειρο

Ήμουν μόλις επτά ετών, όταν μου έκαναν δώρο οι γονείς μου το πρώτο μου πιάνο. Ήταν κάτι που δεν καταλάβαινα τότε και δεν ήθελα να ασχοληθώ! Ήμουν τόσο μικρή, που έλεγα ‘’Για όνομα του Θεού! Τι δώρο είναι αυτό; Γιατί πρέπει, καλά και ντε να ασχοληθώ με τη μουσική, αφού δε μου αρέσει; ! Μου φτάνουν οι σκοτούρες του σχολείου. Άσε που κι εκεί δεν τα ‘’παίρνω’’ κι εύκολα. Μισή μέρα στο σχολείο, την άλλη μισή να διαβάζω και να παίζω πιάνο. Άλλο διάβασμα από κει. Κι οι δάσκαλοι είναι κάτι άνθρωποι που δεν τους καταλαβαίνω και μεγάλοι σε ηλικία. Όλα τα παιδιά της ηλικίας μου παίζουν τα απογεύματα. Εγώ, όχι. Πρέπει να τα κάνω όλα και να τα κάνω και καλά! Πού τους ήρθε το πιάνο; Σε τι θα μου χρησιμεύσει η μουσική; Καλά, το σχολείο, το καταλαβαίνω. Μπορεί να είναι δύσκολο, αλλά αυτό πρέπει να γίνει. Όλα τ’άλλα, όμως, γιατί; Ό, τι δεν έκαναν εκείνοι στα νιάτα τους, μου φαίνεται ότι πρέπει να το ‘’λουστώ’’ εγώ! Τ’απωθημένα τους βγάζουν.
Την πρώτη φορά που θα με πήγαινε ο μπαμπάς στο ωδείο, όχι μόνο δεν ήθελα να τ’ακούω, αλλά έκανα κάτι μούτρα, που δεν τους μιλούσα για μέρες! Ούτε στη μαμά, ούτε στον μπαμπά. Δεν έβαζα εύκολα τα κλάματα, παρόλο που ήμουν μικρή. Μπορούσα όμως να κλειστώ στο δωμάτιό μου για μέρες. Η μητέρα μου κάπου καταλάβαινε ότι με πιέζουν πολύ, αλλά αυτό είχαν συμφωνήσει οι δυο τους. Το θυμάμαι, ακόμα σαν εφιάλτη! ‘’Πώς σου φάνηκε η πρώτη μέρα; Οι δάσκαλοι, τα άλλα παιδιά;’’ Εγώ δεν απαντούσα σε τίποτα, μέχρι που φτάσαμε στο σπίτι και κλείστηκα στο δωμάτιό μου. Ούτε έφαγα εκείνο το βράδυ. Οι γονείς μου θεωρούσαν ότι τό’κανα από πείσμα, επειδή με πίεσαν και μόλις περνούσε καμιά βδομάδα το πολύ, όλα θά’ταν εντάξει! Δεν είχαν καταλάβει όμως ότι το πείσμα μου θα κρατούσε για πολύ…! 
Είχε έρθει η μέρα για το επόμενο μάθημα κι ούτε να το σκέφτομαι δεν ήθελα. Τα άλλα παιδιά στο σχολείο που τους είχα πει ότι πηγαίνω στο ωδείο με κορόιδευαν. Εκείνα θα μαζεύονταν το απόγευμα σε κάποιο σπίτι, θα μαγείρευε η μαμά της οικογένειας για όλα. Θα έπιναν πορτοκαλάδες και θα έτρωγαν πίτσα! Θα έβλεπαν τηλεόραση και θα έπαιζαν. Εγώ, πού να τολμήσω να πω στους δικούς μου ότι θέλω να μεγαλώσω σαν ‘’φυσιολογικό’’ παιδί; Όλη την ώρα που ήμουν στο σχολείο αυτό σκεφτόμουν, πώς να το αποφύγω… μέχρι που ήρθε η ώρα και σχόλασα. Ήρθε, όπως κάθε μεσημέρι ό πατέρας μου για να με πάρει από το σχολείο και είχα βρει τί θα του έλεγα… ‘’Μπαμπά, δε νιώθω πολύ καλά. Πονάει η κοιλιά μου και θέλω να πάμε στο σπίτι’’. Όντως, έτσι έγινε. Με γύρισε. Κλείστηκα πάλι μέσα. Η μητέρα μου ανησύχησε αρκετά. Κάλεσε και τον γιατρό! Ο πατέρας μου κατάλαβε ότι κατά πάσα πιθανότητα το έκανα επίτηδες, αλλά δε μπορούσε να μου πει και τίποτα. Τί να αποδείξει;! Την επόμενη φορά, βέβαια είχε σκοπό να με πιέσει περισσότερο. Άλλωστε κι εγώ, τί άλλο να έβρισκα να πω; Είχα βρει, όμως τη λύση…! Θα πήγαινα, αλλά δε θα έδινα σημασία, μέχρι που να με διώξουν! Κάπως έτσι κι έγινε.
Πήγα δυο –τρεις φορές ακόμα. Οι δάσκαλοι είχαν πολλή υπομονή, αλλά εγώ δε θα έκανα πίσω! Το είχα πάρει απόφαση. Όσο καλοί κι αν ήταν μαζί μου, εγώ δε θα συνέχιζα. Κάποια στιγμή το είπαν και στον πατέρα μου. ‘’Έχει άποψη η μικρή! Μην την πιέζετε. Μπορεί να μην είναι αυτό που την εκφράζει ή μπορεί να μην έχει έρθει ακόμη η ώρα..’’ Κάπως έτσι σταμάτησα. Απογοητεύτηκαν πολύ, θυμάμαι. Μόνο όμως και που με πίεζαν τόσο, μόνο τα αντίθετα θα κατάφερναν. Το σημαντικό για μένα ήταν ότι είχα απαλλαγεί προς το παρόν!
Είχαν περάσει αρκετά χρόνια κι ήμουν πια στο Γυμνάσιο. Είχα ψηλώσει αρκετά κι είχα ξεκινήσει να ασχολούμαι με τον αθλητισμό. Ο γυμναστής μ’έβαζε πάντα στην ομάδα του μπάσκετ, αλλά και στο βόλεϊ ήμουν αρκετά καλή! Χτυπούσε το κουδούνι θυμάμαι για διάλειμμα και δε σταματούσαμε, μέχρι να μπούμε για την επόμενη ώρα. Ήταν κάτι διασκεδαστικό και με εκτόνωνε. Τώρα η πίεση του σχολείου ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Ώσπου να μάθω όλα τα προηγούμενα, που προσπαθούσα τόσα χρόνια στο δημοτικό, είχα άλλα τόσα για να μάθω και πολύ περισσότερα.
Ο γυμναστής μου είπε πως ήμουν στην πιο κατάλληλη ηλικία, για να ξεκινήσω να προπονούμαι για να ασχοληθώ επαγγελματικά με τη γυμναστική. Άρχισα εντατικά και όσο περνούσε ο καιρός αυξάνονταν ακόμη περισσότερο οι ώρες της καθημερινής εξάσκησης. Έκανα και αεροβική για να ‘’σφίξει’’ το σώμα μου και τρέξιμο και πολλά. Είχα αρχίσει σχεδόν ενθουσιασμένη που μπορούσα να τα καταφέρω σε κάτι και μάλιστα, το οποίο δεν ήθελε και διάβασμα! Στην πορεία όμως έγινε πολύ κουραστικό και απαιτητικό. Είχε αρχίσει να μη μου αρέσει. Είχα ήδη γραφτεί και σε μια ομάδα ερασιτεχνική με παιδιά της ηλικίας μου κι είχα ξεκινήσει και γυμναστήριο. Οι γονείς μου, παρόλο που δε συμφωνούσαν να ασχοληθώ τόσο σοβαρά με κάτι τέτοιο, αναγκάστηκαν και το δέχτηκαν. Ήμουν κορίτσι και κάτι τόσο ‘’σκληρό’’ δεν τους άρεσε. Όμως έπρεπε να τους πείσω ότι για κείνο ήμουν γεννημένη κι ότι έκαναν λάθος που προσπάθησαν να με στρέψουν αλλού…! Πίεζα τον εαυτό μου να συμμορφωθεί στους αυστηρούς κανόνες που απαιτεί μια ζωή αθλητή. Είχα αρχίσει να προσέχω πολύ τη διατροφή μου, παρόλο που ήμουν σε ηλικία ανάπτυξης, γιατί από τώρα έπρεπε να συνηθίσει ο οργανισμός, όπως έλεγε και ο προπονητής μου. Και λίγα κιλά που δεν είχαν ακόμη αφομοιωθεί στο σώμα μου που ακόμα δεν είχε καλά καλά ‘’σχηματιστεί’’, έπρεπε να εξαφανιστούν! Και δώστου οι προπονήσεις! Τέλος το παγωτό και τα σουβλάκια, τέλος και το σινεμά με τις συμμαθήτριες! Έπρεπε να αφοσιωθώ στον στόχο μου, όπως μου έλεγαν απτήν ομάδα. Δεν ήμουν σαν τα άλλα παιδιά. Εγώ θα ακολουθούσα καριέρα. Αυτά έλεγαν κι εγώ προσπαθούσα να τα πιστέψω και να τα ακολουθήσω.
Μια μέρα αποφάσισα να κάνω κάτι για μένα. Αυτό που με ευχαριστούσε. Πήρα τηλέφωνο τις φίλες μου να βρεθούμε για παγωτό! Ήταν Άνοιξη και όλες τους ήταν βόλτα. Σχολίαζαν τα του σχολείου, τους καθηγητές, μιλούσαν για τα πρώτα τους φλερτ κι εγώ συνέχεια ακολουθούσα μια ζωή ‘’στρατιώτη’’. Έτσι αποφάσισα να κάνω μια ‘’κοπάνα’’ απ' όλα. Και στην προπόνηση δε θα πήγαινα και θα έτρωγα παγωτό που μού’χε λείψει τόσο πολύ! Ήταν υπέροχο εκείνο το απόγευμα! Θυμάμαι πως πέρασα καταπληκτικά! Γέλια και βόλτα, μέχρι τις 10 το βράδυ.
Γύρισα και προτού, καλά καλά μπω μέσα, μου είπε ο πατέρας μου ότι με πήρε ο προπονητής και ρώτησε γιατί δεν πήγα και πως ανησύχησαν. Τους είπα πως ήθελα να πάω κι εγώ μια βόλτα. Με κοιτούσαν παραξενεμένοι… ‘’Νομίζαμε ότι σου αρέσει που ασχολείσαι με τον αθλητισμό’’. ‘’ Μ’αρέσει, αλλά κι εγώ άνθρωπος είμαι. Δε μπορώ συνέχεια έτσι. Ήθελα σήμερα να πάω μια βόλτα.’’ ‘’Ξεχνάς ότι σε μια βδομάδα είναι ο αγώνας;’’. Δεν απάντησα τίποτα κι επέστρεψα στο δωμάτιό μου.
Την επομένη ήμουν στην προπόνηση. Ο προπονητής είχε γίνει έξαλλος! Μου έλεγε πως, αν ήθελα να πετύχω κάτι και να προκριθώ, πρέπει να εργάζομαι σκληρά. Σχεδόν δε με άκουγε. Κι εγώ είναι αλήθεια πως είχα καταπιεί τη γλώσσα μου! Έτσι αποφάσισα εκείνος ο αγώνας να είναι ο τελευταίος μου. Ήταν κάτι που σκεφτόμουν από καιρό κι αυτό ήταν που με έφτασε να το κάνω. Θα έφευγα όμως με το κεφάλι ψηλά! Πέρασαν οι μέρες, οι προπονήσεις κρατούσαν πολλές ώρες, μέχρι που έφτασε η μέρα του αγώνα.
Πήγε καλά! Πραγματικά καλά. Τότε ανακοίνωσα σε όλους ότι θέλω να σταματήσω. Για άλλη μια φορά, κανείς δεν κατάφερε να με μεταπείσει! ‘’Μ’έχει ενοχλήσει η μέση μου και θέλω ένα διάστημα να την ξεκουράσω’’, είπα στους δικούς μου.
Ήμουν πια σχεδόν 16 χρονών. Είχαν περάσει περίπου 2 χρόνια που τα είχα παρατήσει και δεν ασχολούμουν με τίποτε άλλο, εκτός από το σχολείο. Καιρός ήταν άλλωστε! Ήμουν αρκετά αδύνατη μαθήτρια και καλό θα ήταν μέχρι να τελειώσω το σχολείο να μην μου αποσπά κάτι άλλο την προσοχή. Είχα φτάσει στην πρώτη Λυκείου και τα πράγματα είχαν ζορίσει αρκετά! Βαριόμουν το διάβασμα και δε μπορούσα να συγκεντρωθώ για πολλές ώρες. Είχα και απίστευτα κενά τόσα χρόνια κι από πού να τα πρωτομαζέψεις…! Κάπως έτσι πέρναγε η μέρα μου. Σπίτι σχολείο, κανένα σινεμά με την παρέα.
Ένα απόγευμα, καθώς γυρνούσα από την πλατεία που καθόμασταν αρκετές φορές με τα παιδιά, μετά το σχόλασμα, συνάντησα τυχαία τον δάσκαλο που είχα στο ωδείο. Είχαν περάσει σχεδόν 10 χρόνια. Ούτε που τον θυμόμουν, φυσικά! Εκείνος με θυμήθηκε… Με έβλεπε αρκετά συχνά, γιατί κοντά μας έμενε το βαφτιστήρι του. Εγώ δεν είχα δώσει ποτέ σημασία, μέχρι που ξέχασα τη φυσιογνωμία του. ‘’Δεν άλλαξες καθόλου! Είμαι ο δάσκαλος που είχες στο ωδείο, όταν ερχόσουν μικρή! Με θυμάσαι;’’
Φυσικά και δεν τον θυμόμουν καθόλου, αλλά από ευγένεια είπα πως κάτι μου θύμιζε…! ‘’Έχω μαζί μου μια κασέτα από ένα έργο του Μπαχ που ετοιμαζόμαστε να ανεβάσουμε παράσταση με λίγο διαφορετική ενορχήστρωση. Πηγαίνοντας να δω τον βαφτισιμιό μου, το ακούσαμε παρέα με τον κουμπάρο μου. Κι εκείνος μουσικός. Συζητούσαμε για κάτι μικροδιορθώσεις. Η μουσική είναι αρμονία, μικρή μου! Αν θες, πάρ’την να την ακούσεις κι αν θες, η παράσταση είναι την άλλη Παρασκευή στις οχτώ.’’ Αυτή τη φορά μου φάνηκε πιο συμπαθητικός! Όχι ότι είχα σκοπό να δώσω και μεγάλη σημασία, αλλά ήμουν ευγενική, όπως κι εκείνος.

Γύρισα σπίτι και την πέταξα κάπου μέσα σε ένα ντουλάπι από βιβλία του Γυμνασίου. Άστην, είπα και θα δούμε. Αν ευκαιρήσω κάποια στιγμή, μπορεί και να την ακούσω. Η παράσταση έγινε, αλλά δεν πήγα. Μετά από δυο βδομάδες τελείωναν τα σχολεία. Διάβασα όσο μπορούσα, αλλά δεν κατάφερα και πολλά. Πάλι θα με κατσάδιαζαν οι δικοί μου, αν και το είχαν πάρει απόφαση ότι δε θα πετύχαινα και πολλά στη ζωή μου…
Γύρισα μετά από την τελευταία ημέρα εξέτασης, αρκετά απογοητευμένη…  Μαθηματικά για το τέλος... ‘’Θάλασσα’’ τά’χα κάνει! Εδώ δε μπορούσα να μάθω άλλα κι άλλα, στα μαθηματικά, τί περίμενα; Είχα ανοίξει την τηλεόραση και δεν είχα τίποτα. Μόνο μια εκπομπή κι αυτή στα αγγλικά! Την άφησα ανοιχτή για ‘’παρέα’’, μαζεύοντας τα βιβλία της χρονιάς που μόλις είχε τελειώσει, μη θέλοντας να τα ξαναδώ ποτέ μου! Τελικά ήταν μια εκπομπή, αφιερωμένη στους μεγάλους κλασικούς συνθέτες. Έτσι όπως ήμουν γυρισμένη, ακούω ανάμεσα στις αγγλικές λέξεις που δεν πολυκαταλάβαινα, το όνομα ‘’Μπαχ’’! Έτσι όπως ήμουν αφηρημένη, ξαφνικά ‘’πετάχτηκα’’! Η κασέτα, σκέφτηκα!  Έψαχνα για τουλάχιστον μισή ώρα μέσα στο χάος των βιβλίων για να τη βρω. Την έβαλα να παίζει. Δεν καταλάβαινα και πολλά…  Δεν είχα συνηθίσει τον εαυτό μου σε τέτοια ακούσματα, αλλά νομίζω πως μπορούσα να αισθανθώ κάπως το μέτρο. Είχε ρυθμό τελικά τούτη η μουσική που από μικρή μου φαινόταν ακαταλαβίστικη! ‘’Η  μουσική είναι αρμονία’’…
Πέρασα το ίδιο απόγευμα από το ωδείο. Δεν ήταν εκεί. Την επομένη ξαναπέρασα και μιλήσαμε. Του ζήτησα, αν είχε να μου δώσει κι άλλες τέτοιες κασέτες. Χαμογέλασε…’’ Και βέβαια έχω.’’ Είναι οι τέσσερις εποχές του Βιβάλντι, μου είπε.  Είναι καλή για αρχή. Δε μπορούσα σχεδόν να προφέρω το όνομα, αλλά κάθισα να την ακούσω. Ήταν σαν την προηγούμενη και καλύτερη! Νόμιζα ότι μου άρεσε αυτό που άκουγα. Με ηρεμούσε. Ξαναπέρασα. Τη συναυλία την είχαν ηχογραφήσει και μου την έδωσε να την ακούσω με τις τελικές διορθώσεις που είχαν γίνει.
Άρχισα να βρίσκω ομοιότητες με τη ροκ που άκουγα ως τότε κι ας μη φαίνονταν να μοιάζουν..!
Άρχισα να πηγαίνω στο ωδείο και να μελετάω ατέλειωτες ώρες. Μόνο οι παππούδες μου το ήξεραν. Δε θά’λεγα με τίποτα στους γονείς μου την αλήθεια. Δεν έπρεπε να ξέρουν πως ασχολιόμουν με ό, τι προσπαθούσαν κάποτε να με πείσουν και που τότε είχα απορρίψει.
Το άκουγα σα να μου θυμίζει τον εαυτό μου. Σαν ένας εαυτός που δεν είχε εκφραστεί ποτέ. Σα ντε ζα βου! Μια άλλη πραγματικότητα. Μιαν άλλη έκφραση. Μιαν αλλιώτικη αίσθηση, τελείως διαφορετική. Σαν κάτι να κυλάει μέσα σου, μέχρι να ‘’γεμίσεις’’.
Ώρες ατέλειωτες με εικόνες, με ιστορίες ολόκληρες που ‘’δημιουργούσαν’’ αυτές οι μουσικές! Έμοιαζαν με ανάμνηση από το παρελθόν με μια παράλληλη ελπίδα να ‘’ξεπηδάει’ ’’από μέσα τους. Υπήρχε ένταση, παλμός, ένας τόνος διαφορετικός.
Την ώρα δεν την καταλάβαινα πια από το ρολόι, αλλά από το σκοτείνιασμα έξω από το παράθυρο. Είχα αραιώσει κι από φίλες κι από παρέες. Εκεί στεκόμουν, μέχρι αργά το βράδυ. Μπορούσα πια να αναγνωρίσω το κάθε κομμάτι, ακόμα και την κάθε νότα, που, μέχρι πριν από λίγους μήνες, μου φαίνονταν όλα, ένα!
Πολλές φορές, κοιμόμουν ακόμα και ξημερώματα. Για τη λιγοστή προσπάθεια που έκανα στο σχολείο, η απόδοσή μου δεν είχε τουλάχιστον μειωθεί. Τουλάχιστον, είχα πλέον την ικανότητα να συγκεντρώνομαι περισσότερο, οπότε η ώρα του μαθήματος γινόταν πιο εποικοδομητική. Μπορούσα πια να παρατηρώ περισσότερα και να τα συνδέω μεταξύ τους.
Τώρα ήμουν αρκετά πιο ώριμη, για να καταλάβω την ουσία.
Μελετούσα στο ωδείο και στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού, που είχαμε μεταφέρει το πιάνο από τότε που είχα πρωτοσταματήσει το ωδείο.
Οι γονείς μου είχαν καταλάβει γιατί κάθε μεσημέρι, μετά το σχολείο πήγαινα στο σπίτι των παππούδων κι έμενα για ώρες…! Δε μου έλεγαν, όμως τίποτα.
Καλύτερα ήταν να άλλαζα σχολείο και να πήγαινα σε μουσικό. Τότε, όμως θα καταλάβαιναν τι συμβαίνει… ‘’Σκέφτομαι να αλλάξω σχολείο…’’ Ήταν μεσημέρι, την ώρα του φαγητού. Δε συνήθιζα να περνάω για φαγητό από το σπίτι μου, αλλά έπρεπε να το συζητήσουμε ή μάλλον να τους το ανακοινώσω! Δεν εξεπλάγησαν και πολύ…! Ήταν όμως στα μέσα της χρονιάς, ίσως και λίγο παραπάνω. ‘’Πώς σου ήρθε τώρα αυτό;’’, μου είπε ο πατέρας μου. ‘’Έλεγα να πάω σε μουσικό σχολείο, για να τελειώσω πιο εύκολα.’’ ‘’Από πού κι ως πού σε μουσικό;’’ , συνέχισε ο πατέρας μου, μισοχαμογελώντας! Μου έχει δείξει μια φίλη κάποια πράγματα στο πιάνο, έτσι, για νά’χω μια ιδέα, δεν την ξέρετε…! Έχω ρίξει κι εγώ μια ματιά σε κάτι παρτιτούρες… Θα τα καταφέρω, μη φοβάσαι! Το βασικό μάθημα θα είναι η μουσική, οπότε θα με βοηθήσει να συμψηφίσω τα υπόλοιπα μαθήματα.’’ ‘’Εσύ, τί λες;’’, είπε, κοιτώντας τη μάνα μου. Έχοντας καταλάβει κι εκείνη, συμφώνησε, αρκεί να γίνεται, επειδή ήταν ήδη Μάρτης.
Την επόμενη κιόλας μέρα, ανακοίνωσα στον διευθυντή του σχολείου που φοιτούσα ότι σκόπευα να αλλάξω άμεσα σχολείο. Τά’χασε! Με κοιτούσε άναυδος. ‘’Γιατί θέλεις να φύγεις και μάλιστα τέτοια εποχή;’’ ‘’Έχω αποφασίσει να ασχοληθώ με τη μουσική. Θα συνεχίσω σε μουσικό Λύκειο.’’ ‘’Είσαι σίγουρη;’’ ‘’Ναι, ασχολούμαι εντατικά, εδώ και καιρό.’’ Κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά. ‘’Τί να πω; Η καρτέλα σου, βέβαια είναι διαθέσιμη, αλλά πρέπει να απευθυνθείς και στο σχολείο που θες να συνεχίσεις… Ξέρεις, σε λίγο τελειώνει η σχολική χρονιά και δε θα είναι εύκολο να σε δεχτούν.’’ ‘’Το ξέρω, έχω ήδη μιλήσει… ‘’ Χαμογέλασε. ‘’Εντάξει, τότε. Όποτε χρειαστείς, έλα να σου δώσω τον φάκελό σου. Καλή τύχη, λοιπόν!’’ Μου έσφιξε το χέρι, κοιτάζοντάς με με ένα βλέμμα που έδειχνε να με εμπιστεύεται. Να πιστεύει ότι θα τα καταφέρω. Πρώτη φορά τον έβλεπα έτσι. Είχαν περάσει δυο μήνες που συμμετείχα στην ορχήστρα του σχολείου για τις ανάγκες μιας παράστασης που ‘’ανεβάσαμε’’. Όταν τελείωσε η παράσταση και, προτού μας ευχαριστήσει και μας συγχαρεί έναν έναν ξεχωριστά, με ακούμπησε στον ώμο και μου είπε: ‘’Είσαι πραγματικά καλή. Μην το αφήσεις. ‘’ Τότε δεν είχα δώσει και πολλή σημασία… Παραξενεύτηκα, αλλά δεν μου είχε ξαναπεράσει αυτό το περιστατικό από το μυαλό, μέχρι εκείνη τη στιγμή. Όντως το πίστευε τελικά…
Ο διευθυντής του νέου μου σχολείου ήταν στενός φίλος του δασκάλου μου στο ωδείο κι έτσι τα πράγματα δεν ήταν δύσκολα στο να με δεχτούν τέτοιαν εποχή. Είχαν ήδη περάσει αρκετές μέρες και όλα όσα ήταν διαφορετικά, είχαν γίνει πλέον τόσο οικεία…! Καινούριο περιβάλλον, καθηγητές, συμμαθητές, πρόγραμμα, καινούρια διαδρομή για να πηγαινοέρχομαι… Τώρα πια περνάω από το μεγάλο πάρκο με το συντριβάνι, που, ενώ είναι τόσο κοντά στο σπίτι μου, ελάχιστες φορές είχα καθήσει. Τώρα έπαιρνα τα βιβλία της μουσικής και καθόμουν για αρκετή ώρα. Πέραν από τις ώρες της εξάσκησης, που ήταν, επίσης αρκετές, ό, τι θεωρητικό ήθελα να μελετήσω, το έκανα εκεί.
Εκείνη την εποχή, προσπαθούσα με όσες γνώσεις είχα αποκτήσει ως τότε, να κάνω την πρώτη μου σύνθεση. Ίσως ήταν ακόμη νωρίς, αλλά ήξερα ήδη αρκετά και είχα εφοδιαστεί με τις βασικές γνώσεις και τεχνικές. Άλλωστε, ήταν πολλαπλάσιες οι ώρες που ασχολιόμουν από την κανονική ροή του προγράμματος. Είχα χάσει ήδη αρκετό χρόνο από αυτό που ήθελα κι ήμουν πια αρκετά μεγάλη, οπότε έπρεπε να αφιερώσω περισσότερο χρόνο. Ήταν τέτοιο το πάθος μου, που δεν κουραζόμουν! Θεώρησα πως είχε έρθει η ώρα να κάνω το επόμενο βήμα. Είχα μιλήσει με τον δάσκαλο του ωδείου και συμφώνησε πως έπρεπε να προχωρήσω και μάλιστα, άμεσα! Τον Ιούνιο θα πραγματοποιούταν ένας διαγωνισμός σύνθεσης ανάμεσα σε μαθητές μουσικών σχολείων. Είχε δεν είχε περάσει ένας μήνας που είχα αλλάξει σχολείο, αλλά οι καθηγητές, από το λίγο που με είχαν ακούσει, με παρότρυναν να το κάνω. Είχε ήδη μπει το όνομά μου στη λίστα των παιδιών του σχολείου που θα συμμετείχαν στον διαγωνισμό. Δε μπορούσα πια να κάνω πίσω. Χμμμ… Δεν ήθελα να κάνω πίσω! Ήταν μια πρόκληση που για μένα μπορεί να ήρθε λίγο νωρίς, αλλά δεν έχανε απ’αυτό, τίποτα απ’τη γοητεία της! Η μουσική με είχε βοηθήσει να μεγαλώσω. Να αναλάβω ευθύνες και να έχω στόχους. Αυτό που μου έλειπε. Ένας αληθινός στόχος!
Έγραφα και έσκιζα συνεχώς για μέρες και οι μέρες περνούσαν. Μέχρι το απόγευμα καθόμουν στο πάρκο κι έγραφα παρτιτούρες και το βράδυ τις πρόβαρα στο πιάνο. Την επόμενη μέρα τις ξανάβλεπα, ενόσω καθόμουν στην αγαπημένη μου γωνιά του πάρκου και τις έσκιζα! Νότες πεταμένες δίπλα στα ξερά φύλλα. Κάτω από τον ήλιο που είχε αρχίσει ήδη να καίει. Είχε φτάσει Ιούνιος και είχαν αρχίσει οι εξετάσεις. Το μυαλό μου ήταν συνεχώς στο μουσικό κείμενο που θα έστελνα στον διαγωνισμό. Ο χρόνος πλέον με πίεζε ασφυκτικά. Είχαν απομείνει λίγες μέρες μόνο. Οι καθηγητές στο σχολείο με ρωτούσαν τί έκανα. Δεν είχα τίποτα έτοιμο. Κάθε μέρα με ρωτούσαν. Υπολόγιζαν σε μένα και είχαν δηλώσει ήδη το όνομά μου. Δεν ήθελα να τους εκθέσω και, κυρίως δε θά’χανα με τίποτα αυτή την ευκαιρία… Την πρώτη μου ευκαιρία. Το συζητούσα με τον δάσκαλο στο ωδείο. Η αγωνία μου δε λεγόταν. Έφτασα να κλάψω, παρόλο που ήμουν σκληρή και δεν το συνήθιζα. Εκείνος, ήρεμος πάντα, με συμβούλευε να το βγάλω απ’το μυαλό μου, αν θέλω να γράψω κάτι.’’ ‘’Το ξέρετε ήδη πόσο πολύ το θέλω, αλλά, πώς είναι δυνατόν να μην το σκέφτομαι συνέχεια;! Οι μέρες πλησιάζουν και δεν έχω κάνει τίποτα! ‘’ ‘’Φυσικά και έχεις κάνει!’’, μου απάντησε ήρεμα. Εκείνη τη στιγμή μου ήρθε στο μυαλό το βλέμμα του προηγούμενου διευθυντή μου… Είχε ακριβώς την ίδια έκφραση ηρεμίας και εμπιστοσύνης. ‘’Έχεις ‘’μετρήσει’’ τις δυνάμεις σου, μικρή μου. Αυτό είναι αρκετό, για να πετύχεις αυτό που θέλεις!’’ ‘’Μα δεν έχω ετοιμάσει τίποτα!’’ ‘’Πρέπει να ξεκουράσεις το μυαλό σου και να πάψεις να ξενυχτάς πάνω στο πιάνο. Αυτές τις μέρες χρειάζεσαι ηρεμία. Τον έχεις πλησιάσει πολύ τον στόχο, γι’αυτό και φεύγει από τα χέρια σου. Άσε τον για λίγο να απομακρυνθεί και τότε εκείνος θα έρθει κοντά σου!’’
Γυρνώντας για το σπίτι, σκεφτόμουν τα λόγια του. Πώς είναι δυνατόν να πάψω να το σκέφτομαι, αφού πλησιάζει τόσο πολύ ο καιρός; Τον εμπιστευόμουν πολύ, αλλά δεν ήξερα, αν μπορούσα να απομακρυνθώ, έστω και για μια στιγμή από κάτι που με πίεζε τόσο βασανιστικά! Μπαίνοντας στο σπίτι, είδα τον πατέρα μου να κάθεται στον καναπέ, με την τηλεόραση ανοιχτή. ‘’ Η μαμά κοιμάται;’’ ‘’Ναι, πριν από λίγο ξάπλωσε.’’ Αυτές ήταν οι μόνες κουβέντες που ανταλλάξαμε και κάθησα στη μονή πολυθρόνα, αφήνοντας το βλέμμα μου να πέσει πάνω στην οθόνη της τηλεόρασης, μήπως και κατάφερνα να ξεχαστώ. Σε λίγα δευτερόλεπτα γύρισε πάλι ο νους μου στα ίδια. Σηκώθηκα εκνευρισμένη. Εκνευρισμένη που δεν κατάφερνα να ξεχαστώ, μα περισσότερο είχα θυμώσει με τον εαυτό μου για την αποτυχία που ερχόταν απειλητικά. ‘’Τί συμβαίνει;’’ ‘’Τίποτα’’. Ίσα ίσα που ακούστηκα. ‘’Έχω αγχωθεί με τις εξετάσεις.’’  ‘’Πήγαινε να ξαπλώσεις, να ξεκουραστείς. Είσαι πολύ πιεσμένη.’’
Κάθισα πάλι στο πιάνο. Από τότε που άλλαξα σχολείο, το είχαμε μεταφέρει πάλι στο σπίτι, δήθεν για να μελετάω για το σχολείο. Κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος. Ξύπνησα το πρωί με κομμένη την ανάσα, ίσα ίσα να προλαβαίνω να πάω στο σχολείο. Πετάχτηκα αμέσως.  Όχι μόνο δεν προλάβαινα να προσπαθήσω να ασχοληθώ με το κομμάτι, αλλά σε λίγη ώρα εξεταζόμουν και γεωμετρία! Γύρισα απίστευτα κουρασμένη κι απογοητευμένη απ’όλα. Μείον μια μέρα, σκέφτηκα. ‘’Αν δεν είσαι έτοιμη, πρέπει να το γνωρίζουμε, μέχρι μεθαύριο το πολύ, για να μη δηλώσουμε τη συμμετοχή σου…’’ Αυτή ήταν η χαριστική βολή! Είχα σχεδόν σταματήσει να σκέφτομαι. Δεν είχα κοιμηθεί, σχεδόν καθόλου. 

Συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου